Οι Mogwai ζωγραφίζουν εικόνες σε ήχο. Δε χρειάζονται λόγια.
Αυτό σημαίνει ότι είναι εφιαλτικά δύσκολο να γράψεις για αυτούς. Τα πάντα βρίσκονται στο αυτί του ακροατή: εγώ μπορεί να ακούω θλίψη ενώ εσύ μπορεί να ακούς γέλιο. Αν το να γράφεις για μουσική πραγματικά είναι παρόμοιο με το να χορεύεις με την αρχιτεκτονική, πώς μπορεί κανείς να γράψει για τους Mogwai; Και αυτό απαντά στο γιατί δεν θα έπρεπε να διαβάζετε αυτή τη στιγμή. Επίσης απαντά στο γιατί δεν θα έπρεπε να το γράφω αυτό το κείμενο το οποίο σας είπα πριν ότι δεν θα έπρεπε να διαβάζετε αυτή τη στιγμή. Γράφω εκατοντάδες χιλιάδες λέξεων κάθε χρόνο και μερικές φορές νιώθω ότι συνεισφέρω σε ένα διαρκές πρόβλημα. Υπάρχουν πάρα πολλές λέξεις στον κόσμο. Βομβαρδιζόμαστε από αυτές. Περνάμε μπροστά από πινακίδες στο δρόμο ενόσω διαβάζουμε τα καινούρια μηνύματα στα κινητά μας, ή στο δρόμο για τα καταστήματα με την υπερπληθώρα από ετικέτες και διαφημίσεις. Λέξεις εμφανίζονται και περνούν από τις τηλεοπτικές οθόνες μας. Γεμίζουν τα περιοδικά του στιλ και τις εφημερίδες με τα νέα. Είναι κολλημένες στα λεωφορεία και στους τηλεφωνικούς θαλάμους. Οι λέξεις όμως μπορεί να λένε ψέματα και, γαμώτο, ακόμα και οι καλύτερες από αυτές, χάνουν σε ακρίβεια. Θα χρειάζονταν κατεβατά για να αρχίσεις να ξετυλίγεις κάθε κομμάτι αυτού του album – ένα κομμάτι σαν το εναρκτήριο “Iʼm Jim Morrison, Iʼm Dead”. Παρά τον ανίερο τίτλο του (οι Mogwai αγαπούν τους προκλητικούς τίτλους, ειδικά αυτούς που μπερδεύουν τους ακροατές) πρόκειται για ένα δυνατό τραγούδι, είναι όμως η ηρεμία πριν την καταιγίδα του “Batcat”, ένα οργισμένο και συγκινητικό thrash που παραπέμπει σε albums των πρώιμων ʽgonzoʼ Mogwai όπως τα “Ten Rapid” και “Young Team”.
Η Γλασκώβη παραμένει το τερέν της μπάντας, παρέχοντας την πηγή της συνεχούς έμπνευσης των ήχων της αστικής πνιγηρότητας, των απεγνωσμένων νυχτών, των τσακωμών και των ερωτικών υποθέσεων υψηλής κλάσης. Το ρομάντσο είναι σύντομο αλλά χειροπιαστό σε ένα κομμάτι με τον τίτλο “Local Authority” (καταλάβατε τι εννοώ με τους περίεργους τίτλους των Mogwai;) ενώ το “Scotlandʼs Shame” μου φαίνεται ως ένα από τα πιο προσωπικά τραγούδια του συγκροτήματος.
Το “Sun Smells Too Loud” ακούγεται σαν το είδος της φράσης εκείνης που θα εκστόμιζε κάποιος φίλος μετά από πολύ μεγάλη κατανάλωση καλοκαιρινού κρασιού. Θα μπορούσε όμως κάλλιστα να είναι και ένα νεύμα προς τη μεριά της συναισθησίας, κάτι που θα ήταν πολύ ταιριαστό με τους Mogwai καθώς η μουσική τους αναδίδει χρώματα, συναισθήματα και εικόνες. Αυτό είναι ένα από τα πιο ανεβασμένα κομμάτια σε ένα κυρίως χαλαρό album – στριφτά και φτηνό πιοτό στο πάρκο και κόσμοι εκεί έξω που περιμένουν να κατακτηθούν αύριο. Τo “Kingʼs Meadow” συνεχίζει την ατμόσφαιρα, πηγαίνοντάς μας στο πάρκο, στο δρόμο για το σπίτι: μουσική για το τέλος της μέρας. Το “I Love You, Iʼm Going To Blow Up Your School” (με την αναφορά στην cult ταινία “Heathers”) προσθέτει μια υποβόσκουσα διαρκή οργή η οποία τελικά ξεσπάει μετά από έξι λεπτά, με την κορύφωση του δράματος ακόμα εντονότερη μετά από το “χτίσιμο” του τραγουδιού. Το “Thank You, Space Expert” εντωμεταξύ είναι το κοντύτερο που φτάνει το album σε ένα θρήνο του εικοστού πρώτου αιώνα. Ίσως φταίει και το φτηνό κρασί, αλλά αυτή η μελωδία μού κάνει ότι προσφέρεται για μαζικές γκάιντες – αυτό δεν είναι κάτι για να διαλογισμό; Ίσως πάλι, όμως να ʽναι ιδέα μου.
Κι έτσι φτάνουμε στο τελευταίο τραγούδι αυτού του κομψού και ελεγειακού ωριαίου set… που είναι ένας τελάλης, ένας κυκεώνας από σκληρές κιθάρες που οδηγεί τον ακροατή βήμα με βήμα, στον γκρεμό του τίτλου του. Όταν δρασκελίσουμε όμως καταλήγουμε στον τάφο ή εκτινασσόμαστε ψηλά και αλυχτάμε σαν το γεράκι; Αυτό είναι κάτι που πρέπει να αποφασίστε εσείς. Αυτό που ξέρω εγώ είναι ότι έντεκα χρόνια τώρα, οι Mogwai συνεχίζουν να ακούγονται σαν το μέλλον, με τον πενταμελή πυρήνα τους να παραμένει η πιο cool συμμορία της πόλης.
Θα σταματήσω να γράφω όπου να ʼναι. Θα σταματήστε να διαβάζετε όπου να ʼναι. Καλύτερα να ακούσουμε.
Αυτό σημαίνει ότι είναι εφιαλτικά δύσκολο να γράψεις για αυτούς. Τα πάντα βρίσκονται στο αυτί του ακροατή: εγώ μπορεί να ακούω θλίψη ενώ εσύ μπορεί να ακούς γέλιο. Αν το να γράφεις για μουσική πραγματικά είναι παρόμοιο με το να χορεύεις με την αρχιτεκτονική, πώς μπορεί κανείς να γράψει για τους Mogwai; Και αυτό απαντά στο γιατί δεν θα έπρεπε να διαβάζετε αυτή τη στιγμή. Επίσης απαντά στο γιατί δεν θα έπρεπε να το γράφω αυτό το κείμενο το οποίο σας είπα πριν ότι δεν θα έπρεπε να διαβάζετε αυτή τη στιγμή. Γράφω εκατοντάδες χιλιάδες λέξεων κάθε χρόνο και μερικές φορές νιώθω ότι συνεισφέρω σε ένα διαρκές πρόβλημα. Υπάρχουν πάρα πολλές λέξεις στον κόσμο. Βομβαρδιζόμαστε από αυτές. Περνάμε μπροστά από πινακίδες στο δρόμο ενόσω διαβάζουμε τα καινούρια μηνύματα στα κινητά μας, ή στο δρόμο για τα καταστήματα με την υπερπληθώρα από ετικέτες και διαφημίσεις. Λέξεις εμφανίζονται και περνούν από τις τηλεοπτικές οθόνες μας. Γεμίζουν τα περιοδικά του στιλ και τις εφημερίδες με τα νέα. Είναι κολλημένες στα λεωφορεία και στους τηλεφωνικούς θαλάμους. Οι λέξεις όμως μπορεί να λένε ψέματα και, γαμώτο, ακόμα και οι καλύτερες από αυτές, χάνουν σε ακρίβεια. Θα χρειάζονταν κατεβατά για να αρχίσεις να ξετυλίγεις κάθε κομμάτι αυτού του album – ένα κομμάτι σαν το εναρκτήριο “Iʼm Jim Morrison, Iʼm Dead”. Παρά τον ανίερο τίτλο του (οι Mogwai αγαπούν τους προκλητικούς τίτλους, ειδικά αυτούς που μπερδεύουν τους ακροατές) πρόκειται για ένα δυνατό τραγούδι, είναι όμως η ηρεμία πριν την καταιγίδα του “Batcat”, ένα οργισμένο και συγκινητικό thrash που παραπέμπει σε albums των πρώιμων ʽgonzoʼ Mogwai όπως τα “Ten Rapid” και “Young Team”.
Η Γλασκώβη παραμένει το τερέν της μπάντας, παρέχοντας την πηγή της συνεχούς έμπνευσης των ήχων της αστικής πνιγηρότητας, των απεγνωσμένων νυχτών, των τσακωμών και των ερωτικών υποθέσεων υψηλής κλάσης. Το ρομάντσο είναι σύντομο αλλά χειροπιαστό σε ένα κομμάτι με τον τίτλο “Local Authority” (καταλάβατε τι εννοώ με τους περίεργους τίτλους των Mogwai;) ενώ το “Scotlandʼs Shame” μου φαίνεται ως ένα από τα πιο προσωπικά τραγούδια του συγκροτήματος.
Το “Sun Smells Too Loud” ακούγεται σαν το είδος της φράσης εκείνης που θα εκστόμιζε κάποιος φίλος μετά από πολύ μεγάλη κατανάλωση καλοκαιρινού κρασιού. Θα μπορούσε όμως κάλλιστα να είναι και ένα νεύμα προς τη μεριά της συναισθησίας, κάτι που θα ήταν πολύ ταιριαστό με τους Mogwai καθώς η μουσική τους αναδίδει χρώματα, συναισθήματα και εικόνες. Αυτό είναι ένα από τα πιο ανεβασμένα κομμάτια σε ένα κυρίως χαλαρό album – στριφτά και φτηνό πιοτό στο πάρκο και κόσμοι εκεί έξω που περιμένουν να κατακτηθούν αύριο. Τo “Kingʼs Meadow” συνεχίζει την ατμόσφαιρα, πηγαίνοντάς μας στο πάρκο, στο δρόμο για το σπίτι: μουσική για το τέλος της μέρας. Το “I Love You, Iʼm Going To Blow Up Your School” (με την αναφορά στην cult ταινία “Heathers”) προσθέτει μια υποβόσκουσα διαρκή οργή η οποία τελικά ξεσπάει μετά από έξι λεπτά, με την κορύφωση του δράματος ακόμα εντονότερη μετά από το “χτίσιμο” του τραγουδιού. Το “Thank You, Space Expert” εντωμεταξύ είναι το κοντύτερο που φτάνει το album σε ένα θρήνο του εικοστού πρώτου αιώνα. Ίσως φταίει και το φτηνό κρασί, αλλά αυτή η μελωδία μού κάνει ότι προσφέρεται για μαζικές γκάιντες – αυτό δεν είναι κάτι για να διαλογισμό; Ίσως πάλι, όμως να ʽναι ιδέα μου.
Κι έτσι φτάνουμε στο τελευταίο τραγούδι αυτού του κομψού και ελεγειακού ωριαίου set… που είναι ένας τελάλης, ένας κυκεώνας από σκληρές κιθάρες που οδηγεί τον ακροατή βήμα με βήμα, στον γκρεμό του τίτλου του. Όταν δρασκελίσουμε όμως καταλήγουμε στον τάφο ή εκτινασσόμαστε ψηλά και αλυχτάμε σαν το γεράκι; Αυτό είναι κάτι που πρέπει να αποφασίστε εσείς. Αυτό που ξέρω εγώ είναι ότι έντεκα χρόνια τώρα, οι Mogwai συνεχίζουν να ακούγονται σαν το μέλλον, με τον πενταμελή πυρήνα τους να παραμένει η πιο cool συμμορία της πόλης.
Θα σταματήσω να γράφω όπου να ʼναι. Θα σταματήστε να διαβάζετε όπου να ʼναι. Καλύτερα να ακούσουμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου